- πτέρωση
- η / πτέρωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [πτερῶ]νεοελλ.ναυτ. η ακινησία τών κουπιών σε οριζόντια θέση για να αναπαυθούν οι κωπηλάτες ή για να λάβουν οδηγίεςαρχ.1. το σύνολο τών φτερών, το πτέρωμα (α. «πτέρωσις γὰρ ἡ τῆς ψυχῆς πνεῡμα τέλειον», Τατιαν.β. «καὶ ἄρχεται αὖθις ἀπολαμβάνειν τὴν πτέρωσιν», Αριστοτ.)2. το να προσαρμόζει κανείς φτερά σε βέλος3. τμήματα χειρουργικού εργαλείου.
Dictionary of Greek. 2013.